- φοροφυγάς
- -άδος, Νβλ. φοροφυγάδας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοροκλέπτης — ο, Ν φοροφυγάς … Dictionary of Greek
φοροφυγάδας — και λόγιος τ. φοροφυγάς, ο, Ν [φοροφυγή] αυτός που αποκρύπτει το μέγεθος τού εισοδήματός του και δεν πληρώνει τους φόρους που τού αναλογούν … Dictionary of Greek